Εχινόκοκκος : Μύθοι και Πραγματικότητες
πηγή www.diagnovet.gr
Πολλά έχουν λεχθεί για τον εχινόκοκκο, τον τρόπο μετάδοσής του και τη νόσο που μπορεί να προκαλέσει στον άνθρωπο. Μερικά από τα συχνότερα που λέγονται είναι ότι δεν πρέπει να καταπίνουμε τρίχες σκύλου, δεν πρέπει να έχουμε σκύλο στο σπίτι ή το περιβόλι και πρέπει πάντα να πλένουμε καλά τα χέρια και τα λαχανικά για να μην πάθουμε εχινοκόκκωση.
Τι απ’ όλα αυτά, όμως, είναι αλήθεια ; Τι είναι ακριβώς ο εχινόκοκκος, τι μπορούμε να πάθουμε από αυτόν, πως μεταδίδεται και πόσο εύκολο είναι, εν τέλει, να νοσήσουμε από αυτόν ;
Ας δούμε, αρχικά, τι είναι ο εχινόκοκκος. Πρόκειται για το κεστώδες παράσιτο Echinococcus granulosus granulosus, ο οποίος ενδημεί στην Ελλάδα, καθώς και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως επίσης, στη Μέση Ανατολή, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Νότιο Αφρική και την Νότιο Αμερική. (4) Πρακτικά, όταν μιλάμε για εχινόκοκκο στην Ελλάδα, αναφερόμαστε στον Ε. granulosus. Υπάρχει, ωστόσο, και ο Echinococcus multilocularis, ο οποίος προκαλεί, επίσης, εχινοκόκκωση και ενδημεί στις περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης, στην Αλάσκα, τον Καναδά και την Σιβηρία. (4)
Ας δούμε, όμως, τα χαρακτηριστικά του κάθε παρασίτου χωριστά.
Η ενήλικη μορφή του Echinococcus granulosus granulosus μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 6 χιλιοστά και παρασιτεί το λεπτό έντερο του σκύλου, αλλά και άλλων κυνιδών, εκτός της κόκκινης αλεπούς. Η προνυμφική μορφή του παρασίτου ονομάζεται εχινοκοκκική ή υδατίδα κύστη. Είναι αδιαφανής κύστη, που το μέγεθός της μπορεί να φτάσει σε διάμετρο από 1-20 εκατοστά και το σχήμα της δεν είναι σταθερό, αλλά εξαρτάται από τον ιστό ή το όργανο που θα προσκολληθεί και την αντίσταση που θα συναντήσει. Η εχινοκοκκική κύστη παρασιτεί όλα τα όργανα και τους ιστούς του ανθρώπου, αλλά και πολλών χορτοφάγων και παμφάγων ζώων. Ο παρασιτισμός από την εχινοκοκκική κύστη είναι αυτός που προκαλεί την εχινοκόκκωση του ανθρώπου.
Η ενήλικη μορφή του Echinococcus multilocularis φτάνει σε μήκος τα 1,2 – 3,7 χιλιοστά και παρασιτεί το λεπτό έντερο του σκύλου, της γάτας, της αλεπούς, άλλων άγριων σαρκοφάγων του γένους Canis και εντομοφάγων θηλαστικών. Η προνυμφική μορφή του, που ονομάζεται κυψελιδική ή πολυκυψελιδική κύστη, παρασιτεί το ήπαρ του ανθρώπου, αλλά και των τρωκτικών. (1,2)
Η ενήλικη μορφή του Echinococcus multilocularis φτάνει σε μήκος τα 1,2 – 3,7 χιλιοστά και παρασιτεί το λεπτό έντερο του σκύλου, της γάτας, της αλεπούς, άλλων άγριων σαρκοφάγων του γένους Canis και εντομοφάγων θηλαστικών. Η προνυμφική μορφή του, που ονομάζεται κυψελιδική ή πολυκυψελιδική κύστη, παρασιτεί το ήπαρ του ανθρώπου, αλλά και των τρωκτικών. (1,2)
Πως, όμως, μεταδίδεται ο εχινόκοκκος στον άνθρωπο ;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να πούμε μερικά πράγματα για τον βιολογικό κύκλο του παρασίτου. Σημειώνεται ότι ο βιολογικός κύκλος του E. Granulosus και του E. multilocularis είναι παρόμοιος, με εξαίρεση τους τελικούς και ενδιάμεσους ξενιστές, που διαφέρουν λίγο. Το ενήλικο παράσιτο, που βρίσκεται στο λεπτό έντερο των μολυσμένων σκύλων και άλλων άγριων σαρκοφάγων θηλαστικών, παράγει αυγά. Τα αυγά αυτά, βρίσκονται στο εξωτερικό περιβάλλον και είναι πολύ ανθεκτικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μπορούν να επιβιώσουν μέχρι και δύο χρόνια. Η μόλυνση των ανθρώπων επιτελείται με την κατάποση, μαζί με την τροφή, των αυγών του παρασίτου. Στο λεπτό έντερο του ανθρώπου απελευθερώνονται οι ογκόσφαιρες (προνυμφική μορφή του παρασίτου που βρίσκεται μέσα στο αυγό). Οι ογκόσφαιρες τρυπούν το έντερο και με την κυκλοφορία του αίματος μεταναστεύουν προς το ήπαρ και τους πνεύμονες, όπου και εγκαθίστανται. Είναι, όμως, δυνατό να ανευρεθούν και στο εγκέφαλο, τα οστά, τους σκελετικούς μύες, τους οφθαλμούς, αλλά και σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος και να εξελιχθούν σε υδατίδες κύστεις. Η υδατίδα κύστη χρειάζεται αρκετούς μήνες για να αναπτυχθεί. Όταν ωριμάσει έχει λεπτά τοιχώματα, περιέχει υγρό και μεγάλο αριθμό σκωληκοκεφαλών.(1,2,4,5) Στον άνθρωπο, οι υδατίδες κύστεις καταστρέφονται χωρίς καμία θεραπεία σε 5-20 χρόνια.(1)
Τα σαρκοφάγα μολύνονται τρώγοντας υδατίδες κύστεις που βρίσκονται στα μολυσμένα σπλάχνα των ζώων (χορτοφάγα και παμφάγα).
Η μόλυνση του ανθρώπου με τα αυγά του παρασίτου μπορεί να επιτελεστεί :
- Απευθείας από το μολυσμένο σκύλο, εφόσον κάποια από αυτά έχουν κολλήσει στο τρίχωμά του ή από τον χειρισμό αντικειμένων μολυσμένων με κόπρανα σκύλου
- Από την επιμόλυνση τροφίμων από μηχανικούς μεταφορείς των αυγών, όπως διάφορες μύγες, κυρίως, όμως
- Από τη βρώση, μολυσμένων με αυγά του παρασίτου, άπλυτων φρούτων και λαχανικών. (1)
- Επιπλέον, ως αναφορά τον E. multilocularis η μόλυνση των ανθρώπων μπορεί να πραγματοποιηθεί και από τη γούνα της αλεπούς κατά την επεξεργασία της, πάνω στην οποία έχουν κολλήσει τα αυγά του. Η τελευταία πιθανότητα μόλυνσης αφορά, κυρίως, τους ανθρώπους που δουλεύουν στα βυρσοδεψία. (4)
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα, γίνεται αντιληπτό ότι όντως μπορεί ο άνθρωπος να μολυνθεί από τις τρίχες ενός μολυσμένου σκύλου, καθώς και από άπλυτα φρούτα και λαχανικά που μολύνθηκαν με κόπρανα μολυσμένου σκύλου.
Πόσο συχνό είναι όμως, το νόσημα στην πράξη και πόσο πολύ θα πρέπει να ανησυχούμε για την μετάδοσή του διαμέσου του σκύλου ;
Στη χώρα μας, σε μία σχετική έρευνα βρέθηκε ότι οι σκύλοι ήταν μολυσμένοι από Echinococcus granulosus granulosus σε ποσοστό 0,17%!
Στον άνθρωπο, ο ετήσιος δείκτης μόλυνσης είναι 3,1-4,3/100.000 κατοίκους και ανιχνεύθηκαν ειδικές ανοσοσφαιρίνες IgG στο 0,1-0,5% των υγιών ατόμων στη Μακεδονία και το 24,1% των ασθενών σε Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. (2)
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί και καταδεικνύουν ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό μόλυνσης.
Άλλωστε, με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα γίνεται σαφές ότι για να υπάρξει πιθανότητα μόλυνσης του ανθρώπου, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος μολυσμένος σκύλος. Με τη σειρά του, ο σκύλος για να μολυνθεί θα πρέπει να καταπόσει υδατίδες κύστεις από σπλάχνα μολυσμένων χορτοφάγων. Αυτό υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί σε περιοχές που υπάρχουν σφαγεία και αδέσποτοι σκύλοι.
Στον άνθρωπο, ο ετήσιος δείκτης μόλυνσης είναι 3,1-4,3/100.000 κατοίκους και ανιχνεύθηκαν ειδικές ανοσοσφαιρίνες IgG στο 0,1-0,5% των υγιών ατόμων στη Μακεδονία και το 24,1% των ασθενών σε Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. (2)
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί και καταδεικνύουν ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό μόλυνσης.
Άλλωστε, με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα γίνεται σαφές ότι για να υπάρξει πιθανότητα μόλυνσης του ανθρώπου, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος μολυσμένος σκύλος. Με τη σειρά του, ο σκύλος για να μολυνθεί θα πρέπει να καταπόσει υδατίδες κύστεις από σπλάχνα μολυσμένων χορτοφάγων. Αυτό υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί σε περιοχές που υπάρχουν σφαγεία και αδέσποτοι σκύλοι.
Παρόλο το μικρό ποσοστό μόλυνσης, υπάρχουν άνθρωποι που νοσούν. Ποια είναι, όμως, η παθογένεια της εχινοκόκκωσης, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο εχινόκοκκος προκαλεί τα συμπτώματα ; Και ποια είναι τα συμπτώματα της εχινοκόκκωσης ;
Οι υδατίδες κύστεις διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς και αποτελούνται από δύο μεμβράνες. Η εσωτερική μεμβράνη ονομάζεται αναπαραγωγική και περιέχει πολλές σκωληκοκεφαλές κολλημένες σ’ αυτήν. Οι σκωληκοκεφαλές είναι το πρώτο τμήμα του ενήλικου παρασίτου. Οι υδατίδες κύστεις περιέχουν σκωληκοκεφαλές κολλημένες στην αναπαραγωγική μεμβράνη, ελεύθερες σκωληκοκεφαλές μέσα στο υγρό της κύστης, αλλά και θυγατρικές μέσα στην κύρια υδατίδα κύστη, που προέρχονται από σύσφιξη τμήματος της μητρικής κύστης προς τα έξω. Το σύνολο των ελεύθερων σκωληκοκεφαλών, των θυγατρικών κύστεων και των κυστιδίων ονομάζεται εχινοκοκκική άμμος.
Οι πρωτογενείς υδατίδες κύστεις είναι αποτέλεσμα κυστοποίησης των ογκοσφαιρών, λόγω πρωτογενούς μόλυνσης από την κατάποση αυγών του παρασίτου, με τον μηχανισμό που αναφέρθηκε ανωτέρω. Οι δευτερογενείς υδατίδες κύστεις δημιουργούνται κατά την ρήξη της πρωτογενούς υδατίδας κύστης από την κυστοποίηση των ογκοσφαιρών των σκωληκοκεφαλών. (1,2)
Πρακτικά, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων για την αφαίρεση των εχινοκοκκικών κύστεων. Αν οι χειρισμοί δεν είναι ήπιοι και προσεκτικοί και ρηχθεί η πρωτογενής κύστη, τότε θα βλαστήσουν πολυάριθμες δευτερογενείς κύστεις στο σώμα του ασθενούς. (1,2,4)
Η παθογένεια της εχινοκόκκωσης εξαρτάται από την εντόπιση και το μέγεθος των κύστεων. Ωστόσο, γενικότερα, συνίσταται στην μηχανική πίεση που ασκούν οι υδατίδες κύστεις στους παρακείμενους ιστούς, με αποτέλεσμα την ατροφία και τη νέκρωσή τους ή στην αλλεργιογόνο δράση του υδατιδικού υγρού, που απορροφάται από τον ξενιστή, ύστερα από τυχαία ρήξη της κύστης.(1,2,4,5)
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εχινοκόκκωση ποικίλλουν ανάλογα με την εντόπιση των κύστεων και συνήθως ομοιάζουν με αυτά των χωροκατακτητικών νεοπλασμάτων.(4) Η εντόπιση στο ήπαρ μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος, ναυτία και ίκτερο, ενώ στους πνεύμονες, μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη, δύσπνοια, βήχα και σπάνια, αιμόπτυση. Έχουν αναφερθεί και κάποιες εντοπίσεις του παρασίτου στα οστά, όπου μπορεί να προκαλέσει άλγος στο σημείο εντόπισης και αυτόματα κατάγματα, όπως, επίσης και στους νεφρούς, τον εγκέφαλο και το σπλήνα, όπου μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. Επίσης, έχουν αναφερθεί ασυμπτωματικοί ασθενείς. Επιπλέον, η ρήξη των εχινοκοκκικών κύστεων μπορεί να προκαλέσει πυρετό, κνίδωση ή ακόμη και σοβαρή αναφυλακτική αντίδραση, λόγω της ισχυρής αντιγονικής δράσης του υδατιδικού υγρού.(1,2,3,4,5,6,7)
Η διάγνωση του νοσήματος τίθεται, κυρίως, με βάση την υπερηχοτομογραφική εξέταση, την αξονική και την μαγνητική τομογραφία. Τα ευρήματα των προαναφερόμενων απεικονιστικών εξετάσεων μπορούν να αποδειχθούν παθογνωμονικά, εφόσον υπάρχει η παρουσία θυγατρικών κύστεων ή εχινοκοκκικής άμμου. Ωστόσο, η διαφορική διάγνωση της μονήρους εχινοκοκκικής κύστης από τις απλές καλοήθεις κύστεις, τα αποστήματα και τις καλοήθεις ή κακοήθεις νεοπλασίες πιθανόν να είναι δύσκολη. Επίσης, η ανεύρεση εχινοκοκκικής άμμου στο υγρό που αναρροφάται από την κύστη είναι διαγνωστική. Οι ορολογικές δοκιμές έχουν ποικίλλη ευαισθησία και είναι επιβοηθητικές της διάγνωσης μόνο σε θετικό αποτέλεσμα. Η περιφερική εωσινοφιλία, ίσως, καθοδηγήσει τον κλινικό, αλλά δεν είναι ειδική του νοσήματος και δεν είναι πάντα παρούσα. (4)
Η θεραπεία εκλογής για την εχινοκόκκωση είναι η χειρουργική αφαίρεση των κύστεων. Κατά την εξαίρεση των εν λόγω κύστεων του E. granulosus, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ακεραιότητα της μεμβράνης τους. Η ρήξη αυτών, συνεπάγεται, συνήθως, την ανάπτυξη δευτερογενών, πολυπληθών υδατίδων κύστεων και επιδείνωση του προβλήματος μακροπρόθεσμα ή ακόμη και οξεία αναφυλακτική αντίδραση, καθώς το υδατιδικό υγρό είναι ιδιαίτερα αλλεργιογόνο. Κάποιες κλινικές πραγματοποιούν την αναρρόφηση του υδατιδικού υγρού των κύστεων υπό την καθοδήγηση αξονικού τομογράφου, στη συνέχεια κάνουν έγχυση εντός της κύστεων ενός σκωληκοκτόνου παράγοντα (π.χ. υπέρτονος φυσιολογικός ορός) και κατόπιν κάνουν και πάλι αναρρόφηση του υγρού.
Επιπλέον, η χρήση της αντιπαρασιτικής ουσίας αλμπενταζόλης (albedazole) στη δόση των 400 mg δύο φορές την ημέρα με από το στόμα χορήγηση για τους ενήλικες και στην δόση των 7,5 mg/kg δύο φορές την ημέρα για τα παιδιά, είναι θεραπευτική στο 30-40% των ασθενών, ενώ μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για να αναστείλει την ανάπτυξη των κύστεων σε περιστατικά που η χειρουργική αφαίρεση είναι αδύνατη.
Επιπλέον, η αλμπενταζόλη χορηγείται συχνά πριν την χειρουργική επέμβαση για την πρόληψη της εμφάνισης δευτερογενών εχινοκοκκικών κύστεων, στην περίπτωση που επέλθει ρήξη των πρωτογενών.
Ως αναφορά τον E. multilocularis, δυστυχώς, παράγει σπογγώδεις μάζες, που είναι τοπικά διηθητικές. Οι κύστεις αυτές, συνήθως ανευρίσκονται στο ήπαρ, αλλά μπορούν να δημιουργήσουν μεταστάσεις στα λεμφογάγγλια, στους πνεύμονες και σε άλλους ζωτικούς ιστούς, προκαλώντας κακοήθη νεοπλασία. Η ιδιαιτερότητα αυτή κάνει την χειρουργική εξαίρεση των κύστεων του παρασίτου δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Η πρόγνωση για την εχινοκόκκωση από E. multilocularis είναι δυσμενής, εκτός και αν αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου η παρασιτική μάζα. Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί, εφόσον αυτό είναι δυνατό, και εξαρτάται από το μέγεθος, την εντόπιση και το είδος της αλλοίωσης.
Η χορήγηση της αλμπενταζόλης, στις ανωτέρω αναφερόμενες δοσολογίες, μπορεί να αναστείλει την ανάπτυξη των αλλοιώσεων, που δεν είναι εφικτό να εξαιρεθούν χειρουργικά. Εν τέλει, η μεταμόσχευση ήπατος έχει αποδειχθεί σωστική σε κάποιους ασθενείς.(4)
Οι υδατίδες κύστεις διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς και αποτελούνται από δύο μεμβράνες. Η εσωτερική μεμβράνη ονομάζεται αναπαραγωγική και περιέχει πολλές σκωληκοκεφαλές κολλημένες σ’ αυτήν. Οι σκωληκοκεφαλές είναι το πρώτο τμήμα του ενήλικου παρασίτου. Οι υδατίδες κύστεις περιέχουν σκωληκοκεφαλές κολλημένες στην αναπαραγωγική μεμβράνη, ελεύθερες σκωληκοκεφαλές μέσα στο υγρό της κύστης, αλλά και θυγατρικές μέσα στην κύρια υδατίδα κύστη, που προέρχονται από σύσφιξη τμήματος της μητρικής κύστης προς τα έξω. Το σύνολο των ελεύθερων σκωληκοκεφαλών, των θυγατρικών κύστεων και των κυστιδίων ονομάζεται εχινοκοκκική άμμος.
Οι πρωτογενείς υδατίδες κύστεις είναι αποτέλεσμα κυστοποίησης των ογκοσφαιρών, λόγω πρωτογενούς μόλυνσης από την κατάποση αυγών του παρασίτου, με τον μηχανισμό που αναφέρθηκε ανωτέρω. Οι δευτερογενείς υδατίδες κύστεις δημιουργούνται κατά την ρήξη της πρωτογενούς υδατίδας κύστης από την κυστοποίηση των ογκοσφαιρών των σκωληκοκεφαλών. (1,2)
Πρακτικά, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων για την αφαίρεση των εχινοκοκκικών κύστεων. Αν οι χειρισμοί δεν είναι ήπιοι και προσεκτικοί και ρηχθεί η πρωτογενής κύστη, τότε θα βλαστήσουν πολυάριθμες δευτερογενείς κύστεις στο σώμα του ασθενούς. (1,2,4)
Η παθογένεια της εχινοκόκκωσης εξαρτάται από την εντόπιση και το μέγεθος των κύστεων. Ωστόσο, γενικότερα, συνίσταται στην μηχανική πίεση που ασκούν οι υδατίδες κύστεις στους παρακείμενους ιστούς, με αποτέλεσμα την ατροφία και τη νέκρωσή τους ή στην αλλεργιογόνο δράση του υδατιδικού υγρού, που απορροφάται από τον ξενιστή, ύστερα από τυχαία ρήξη της κύστης.(1,2,4,5)
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εχινοκόκκωση ποικίλλουν ανάλογα με την εντόπιση των κύστεων και συνήθως ομοιάζουν με αυτά των χωροκατακτητικών νεοπλασμάτων.(4) Η εντόπιση στο ήπαρ μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος, ναυτία και ίκτερο, ενώ στους πνεύμονες, μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη, δύσπνοια, βήχα και σπάνια, αιμόπτυση. Έχουν αναφερθεί και κάποιες εντοπίσεις του παρασίτου στα οστά, όπου μπορεί να προκαλέσει άλγος στο σημείο εντόπισης και αυτόματα κατάγματα, όπως, επίσης και στους νεφρούς, τον εγκέφαλο και το σπλήνα, όπου μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. Επίσης, έχουν αναφερθεί ασυμπτωματικοί ασθενείς. Επιπλέον, η ρήξη των εχινοκοκκικών κύστεων μπορεί να προκαλέσει πυρετό, κνίδωση ή ακόμη και σοβαρή αναφυλακτική αντίδραση, λόγω της ισχυρής αντιγονικής δράσης του υδατιδικού υγρού.(1,2,3,4,5,6,7)
Η διάγνωση του νοσήματος τίθεται, κυρίως, με βάση την υπερηχοτομογραφική εξέταση, την αξονική και την μαγνητική τομογραφία. Τα ευρήματα των προαναφερόμενων απεικονιστικών εξετάσεων μπορούν να αποδειχθούν παθογνωμονικά, εφόσον υπάρχει η παρουσία θυγατρικών κύστεων ή εχινοκοκκικής άμμου. Ωστόσο, η διαφορική διάγνωση της μονήρους εχινοκοκκικής κύστης από τις απλές καλοήθεις κύστεις, τα αποστήματα και τις καλοήθεις ή κακοήθεις νεοπλασίες πιθανόν να είναι δύσκολη. Επίσης, η ανεύρεση εχινοκοκκικής άμμου στο υγρό που αναρροφάται από την κύστη είναι διαγνωστική. Οι ορολογικές δοκιμές έχουν ποικίλλη ευαισθησία και είναι επιβοηθητικές της διάγνωσης μόνο σε θετικό αποτέλεσμα. Η περιφερική εωσινοφιλία, ίσως, καθοδηγήσει τον κλινικό, αλλά δεν είναι ειδική του νοσήματος και δεν είναι πάντα παρούσα. (4)
Η θεραπεία εκλογής για την εχινοκόκκωση είναι η χειρουργική αφαίρεση των κύστεων. Κατά την εξαίρεση των εν λόγω κύστεων του E. granulosus, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ακεραιότητα της μεμβράνης τους. Η ρήξη αυτών, συνεπάγεται, συνήθως, την ανάπτυξη δευτερογενών, πολυπληθών υδατίδων κύστεων και επιδείνωση του προβλήματος μακροπρόθεσμα ή ακόμη και οξεία αναφυλακτική αντίδραση, καθώς το υδατιδικό υγρό είναι ιδιαίτερα αλλεργιογόνο. Κάποιες κλινικές πραγματοποιούν την αναρρόφηση του υδατιδικού υγρού των κύστεων υπό την καθοδήγηση αξονικού τομογράφου, στη συνέχεια κάνουν έγχυση εντός της κύστεων ενός σκωληκοκτόνου παράγοντα (π.χ. υπέρτονος φυσιολογικός ορός) και κατόπιν κάνουν και πάλι αναρρόφηση του υγρού.
Επιπλέον, η χρήση της αντιπαρασιτικής ουσίας αλμπενταζόλης (albedazole) στη δόση των 400 mg δύο φορές την ημέρα με από το στόμα χορήγηση για τους ενήλικες και στην δόση των 7,5 mg/kg δύο φορές την ημέρα για τα παιδιά, είναι θεραπευτική στο 30-40% των ασθενών, ενώ μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για να αναστείλει την ανάπτυξη των κύστεων σε περιστατικά που η χειρουργική αφαίρεση είναι αδύνατη.
Επιπλέον, η αλμπενταζόλη χορηγείται συχνά πριν την χειρουργική επέμβαση για την πρόληψη της εμφάνισης δευτερογενών εχινοκοκκικών κύστεων, στην περίπτωση που επέλθει ρήξη των πρωτογενών.
Ως αναφορά τον E. multilocularis, δυστυχώς, παράγει σπογγώδεις μάζες, που είναι τοπικά διηθητικές. Οι κύστεις αυτές, συνήθως ανευρίσκονται στο ήπαρ, αλλά μπορούν να δημιουργήσουν μεταστάσεις στα λεμφογάγγλια, στους πνεύμονες και σε άλλους ζωτικούς ιστούς, προκαλώντας κακοήθη νεοπλασία. Η ιδιαιτερότητα αυτή κάνει την χειρουργική εξαίρεση των κύστεων του παρασίτου δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Η πρόγνωση για την εχινοκόκκωση από E. multilocularis είναι δυσμενής, εκτός και αν αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου η παρασιτική μάζα. Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί, εφόσον αυτό είναι δυνατό, και εξαρτάται από το μέγεθος, την εντόπιση και το είδος της αλλοίωσης.
Η χορήγηση της αλμπενταζόλης, στις ανωτέρω αναφερόμενες δοσολογίες, μπορεί να αναστείλει την ανάπτυξη των αλλοιώσεων, που δεν είναι εφικτό να εξαιρεθούν χειρουργικά. Εν τέλει, η μεταμόσχευση ήπατος έχει αποδειχθεί σωστική σε κάποιους ασθενείς.(4)
Η καλύτερη θεραπεία, όμως, είναι η πρόληψη.
Η πρόληψη συνίσταται:
- Στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για τους τρόπους μόλυνσης του παρασίτου
- Στον επιμελή κρεοσκοπικό έλεγχο και την εξασφάλιση ότι τα σπλάχνα των νοσούντων φυτοφάγων και παμφάγων ζώων δεν θα αποτελέσουν βορά των σαρκοφάγων
- Στην απομάκρυνση των σκύλων από τις περιοχές των σφαγείων
- Στον προληπτικό αποπαρασιτισμό των σκύλων κάθε τρεις μήνες και
- Στον επιμελή καθαρισμό των φρούτων και των λαχανικών.(1,2,4,5,8)
Ας σημειωθεί ότι η τήρηση αυτών των απλών μεθόδων οδήγησε στην απελευθέρωση της Νέας Ζηλανδίας από το νόσημα, όπου παλαιότερα ήταν ιδιαίτερα συχνό.(8)
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι, παρόλο που η εχινοκόκκωση είναι μία εξαιρετικά σημαντική και πιθανόν θανατηφόρος ασθένεια, δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας για πιθανή μόλυνση των ανθρώπων, εφόσον τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι, παρόλο που η εχινοκόκκωση είναι μία εξαιρετικά σημαντική και πιθανόν θανατηφόρος ασθένεια, δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας για πιθανή μόλυνση των ανθρώπων, εφόσον τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής.
Ως αναφορά τους ανθρώπους που είναι ιδιοκτήτες σκύλων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο σκύλος μολύνεται μετά από κατάποση εχινοκοκκικών κύστεων, που βρίσκονται στα σπλάχνα των φυτοφάγων και παμφάγων ζώων. Αυτό συνεπάγεται, ότι εφόσον ο σκύλος δεν εκτελεί πτωματοφαγία είναι ένα ασφαλές κατοικίδιο και παραμένει ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.
Ειρήνη Δημοπούλου, Κτηνίατρος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.) Κτηνιατρική Παρασιτολογία, του Ιωάννη Θ. Θεοδωρίδη, καθηγητή της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία, 2001.
2.) Παρασιτικά Νοσήματα των Κατοικιδίων Ζώων, των Σ.Θ. Χαραλαμπίδη, Ι.Θ. Θεοδωρίδη, Σ.Α. Φρύδα, Μ.Γ. Παπαζαχαριάδου, Η.Γ. Παπαδόπουλου, Σημειώσεις του εργαστηρίου Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τμήμα εκδόσεων Α.Π.Θ., Έκδοση 2006-2007.
3.) Ιατρική στον 21ο αιώνα, American College of Physicians, American Society of Internal Medicine, εκδόσεις Δομική.
4.) www.merck.com
5.) www.michigan.gov
6.) www.ncbi.nih.gov
7.) www.PubMed.gov
8.) www.en.wikipedia.org
2.) Παρασιτικά Νοσήματα των Κατοικιδίων Ζώων, των Σ.Θ. Χαραλαμπίδη, Ι.Θ. Θεοδωρίδη, Σ.Α. Φρύδα, Μ.Γ. Παπαζαχαριάδου, Η.Γ. Παπαδόπουλου, Σημειώσεις του εργαστηρίου Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τμήμα εκδόσεων Α.Π.Θ., Έκδοση 2006-2007.
3.) Ιατρική στον 21ο αιώνα, American College of Physicians, American Society of Internal Medicine, εκδόσεις Δομική.
4.) www.merck.com
5.) www.michigan.gov
6.) www.ncbi.nih.gov
7.) www.PubMed.gov
8.) www.en.wikipedia.org